- πρίκα
- η, Ν(στον Ερωτόκρ.) πίκρα, πικρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα με μετάθεση τού -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… … Dictionary of Greek